-
1 компот
-
2 компот
компотм ἡ κομπόστα. -
3 компот
[καμπότ] ουσ. α. κομπόστα -
4 компот
[καμπότ] ουσ α κομπόστα -
5 взвар
-а (-у) α.(διαλκ.) βραστός ζωμός (φρούτων, φύλλων, χόρτων κλπ.).κομπόστα. -
6 компот
-а α.κομπόστα. -
7 подсыпать
ρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι κοκκώδες•-сахар в компот ρίχνω ζάχαρη στην κομπόστα.
|| ρίχνω συμπληρωματικά• επιρρίπτω σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω (επίπεδο, επιφάνεια κ.τ.τ.).1. ρίχνομαι αποκάτω.2. μτφ. απευθύνομαι με παρακλήσεις, παρακαλώ επίμονα. -
8 сливовый
επ.της δαμασκηνιάς ή του δαμάσκηνου•сливовый лист δαμασκηνόφυλλο•
-ая косточка κουκούτσι δαμάσκηνου.
|| από δαμάσκηνο•сливовый компот κομπόστα από δαμάσκηνο.
-
9 урюковый
επ.του βερίκοκου, των βερίκοκων, από βερίκοκα•урюковый компот κομπόστα από βερίκοκα•
урюковый отвар ζωμός από βρασμένα βερίκοκα.
См. также в других словарях:
κομπόστα — η (λ. ιταλ.), καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης: Θέλει και κομπόστα μετά το φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπόστα — η 1. καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης 2. (γεωπ.) μίγμα αποσυντεθειμένης ζωικής και φυτικής ύλης, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε κήπους και για τη βελτίωση τών καλλιεργούμενων εδαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. composta < λατ.… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
χουσάφι — και χοσάφι, το, Ν (διαλ. τ.) κομπόστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hoşaf] … Dictionary of Greek
πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)